Ψιθυρίζοντας νευρικά μεταξύ τους, καμιά δεκαριά άνδρες στέκονταν στη σειρά μπροστά στις γυναικείες τουαλέτες. Ένας από τους αδελφούς καθάρματα έλεγχε την είσοδο, ένας άλλος στεκόταν μετά τους νιπτήρες στην πόρτα της τουαλέτας απ’ όπου έβγαινε ένας περίεργος μεταλλικός κρότος, σαν νομίσματα που σείονται μέσα σ’ ένα τάσι. Ακούστηκε ένα βογκητό -ήταν η κυρία Χ., η βραχνή ανάσα της. Πίσω από αυτή τη φρουρούμενη πόρτα του σφαγείου βρισκόταν εκείνη. Η πόρτα μισάνοιξε κι ένας τύπος βγήκε σιάχνοντας τα ρούχα του. Ο επόμενος φάνηκε να διστάζει ξαφνικά.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]