Ο ήταυρος, ο ερωδιός που προαναγγέλλει τα μελούμενα, κυριαρχεί στη ζωή των κατοίκων του μικρού χωριού στο βάλτο. Ο Σπύρος, αγιάτρευτα ερωτευμένος, ψάχνει τον τρόπο να πλησιάσει την Αγγελική. Η όμορφη γυναίκα, που μεγαλώνει μόνη της τρία παιδιά, το ξέρει και περιμένει. Ο Θεοχάρης, ο νονός του γιού της, την αγαπάει κρυφά, η γυναίκα το ξέρει. Ο μεγάλος γιος της, ο Γιάννης, θυμάται. Τότε, δεν ήξερε να διαβάζει τα σημάδια γιατί ήταν παιδί. Η γριά Βγενιώ ήξερε, μα ποιος μπορεί να σταματήσει τη μοίρα; Η κραυγή του ήταυρου, απόκοσμη και διαπεραστική σαν πληγωμένου ζώου, πλανήθηκε για ώρα πολλή πάνω απ` το χωριό εκείνη τη νύχτα. Ο απόηχός της ταξίδεψε μακριά σπρωγμένος απ` τον άνεμο. . . Η βροχή ερχόταν καλπάζοντας πάνω στις καλαμιές. Η γριά σταυροκοπήθηκε. . .
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]