Όταν ο ποντικός βολεύτηκε στο σβέρκο του γάτου, με τα χεράκια του γαντζωμένα στις τρίχες κάτω από τ` αφτιά του, ο Μιξ κούνησε την ουρά με δύναμη, άφησε να τον κυριεύσει ένας πρωτόγνωρος πυρετός, σερνάμενος σχεδόν έφτασε στο όριο ανάμεσα στη στέγη και το κενό, με αργές κινήσεις μάζεψε το κορμί του πάνω στα πισινά του ποδάρια, περίμενε να τον κατακλύσει όλη εκείνη η δύναμη η συγγενική με τα μεγάλα αιλουροειδή, τον τίγρη, το λιοντάρι, τον ιαγουάρο, κι ύστερα πήδηξε, τεντώνοντας το σώμα σαν σαΐτα.
`Μ` αρέσουν οι γάτοι γιατί είναι μυστηριώδεις, αξιοπρεπέστατοι και ανεξάρτητοι. Όταν γνώρισα τον μικρούλη Μιξ, έναν γάτο που ο γιος μου, Μαξ, είχε υιοθετήσει από την Εταιρεία Προστασίας Ζώων του Μονάχου, με εντυπωσίασε η αξιοπρέπεια αυτού του μικρού γατιού που χωρούσε στη φούχτα μου. Ο Μιξ μεγάλωσε συνεχίζοντας να με εντυπωσιάζει, γιατί στο πρόσωπο δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο γάτο. Είχε μια κατατομή περίκομψη, ελληνική, που τραβούσε την προσοχή όλου του κόσμου.`
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]