Έχει υποστηριχθεί ότι ο σύγχρονος λογοκρατικός πολιτισμός της Δύσεως και η δικαιικώς διαρθρωμένη Δυτική κοινωνία έχουν τις ιστορικές αφετηρίες τους στη θεολογία του Δυτικού Μεσαίωνα. Η διδασκαλία του Ανσέλμου Καντερβουρίας για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης (satisfactio) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα της Δυτικής θεολογικής σκέψεως κατά την εν λόγω περίοδο, που φαίνεται να δικαιώνει την παραπάνω άποψη. Η διδασκαλία αυτή, που έγινε καθοριστική για τη σωτηριολογία της Δυτικής Χριστιανοσύνης, έχει εισαγάγει επισήμως στο Δυτικό εκκλησιαστικό χώρο έναν τρόπο θεολογικής σκέψεως, που ανοίγει μια νέα εποχή στην ιστορία της θεολογίας της Δύσεως. Η θεολογική αυτή σκέψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ετεροχρονισμένα και ως `συναφειακή` για την εποχή της. Και τούτο, γιατί παίρνει τα πρότυπα και τη μέθοδό της από το σύγχρονο φιλοσοφικό και πολιτιστικό περίγυρό της και εμφανίζεται με μια μορφολογική διατύπωση που ανταποκρίνεται πλήρως στην πολιτιστική συνάφεια των ανθρώπων στους οποίους απευθύνεται. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι η θεολογική αυτή σκέψη δεν περιορίζεται στο Δυτικό Μεσαίωνα, αλλά διακατέχει μέχρι σήμερα τη Δυτική θεολογία, μια και η θεμελιώδης διδασκαλία του Ανσέλμου για τη `satisfactio` παραμένει ενεργός, αφού αποτελεί και τη σύγχρονη δογματική διδασκαλία του Ρωμαιοκαθολικισμού. Όλοι σχεδόν οι ετερόδοξοι ερευνητές του Ανσέλμου αποδέχονται άμεσα (ρωμαιοκαθολικοί) ή έμμεσα (προτεστάντες) τη διδασκαλία του για την ικανοποίηση της θείας δικαιοσύνης και τη σχολιάζουν ευμενώς. Οι ελάχιστοι επιστήμονες που την επικρίνουν περιορίζουν την αποσπασματική κριτική τους κυρίως στη νομική και λογοκρατική σκέψη του Ανσέλμου και πολύ λίγο στο περιεχόμενο της διδασκαλίας του. Από ορθόδοξη άποψη κανένας ερευνητής, απ` όσο τουλάχιστον γνωρίζουμε, δεν ασχολήθηκε ειδικώς με τη θεωρία του για τη `satisfactio`. Έτσι αναλάβαμε να παρουσιάσουμε τη διδασκαλία αυτή και να επισημάνουμε τις δογματικές διαφοροποιήσεις μας σε κάποιες θεμελιώδεις πτυχές της, γιατί πιστεύουμε ότι με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαμε να συμβάλουμε στην επαρκή γνώση των θεολογικών προϋποθέσεων, που θεωρούμε απαραίτητες για την προώθηση του θεολογικού διαλόγου ανάμεσα στην Ορθοδοξία και το Ρωμαιοκαθολικισμό.(...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]