(...) Το να αξιολογήσει κανείς τη Συνθήκη του Άμστερνταμ με κριτήριο το βαθμό κατά τον οποίο ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των ευρωπαϊκών λαών σχετικά με την ποιότητα και τους στόχους της ενοποίησης, προϋποθέτει την ταυτοποίηση, σ` αυτό το τέλος του 20ου αιώνα, αυτών των προσδοκιών. Υπό τις ιστορικές περιστάσεις των ευρύτατων γεωπολιτικών ανακατατάξεων που συνέβησαν στον περιβάλλοντα την ευρωπαϊκή ήπειρο χώρο -«αλλά και εντός αυτής»-, όπως και υπό τις συνθήκες της αποχειραγώγησης, σε παγκόσμια κλίμακα, της οικονομίας, της τεχνολογίας, του πολιτισμού, από τις εθνικές δομές, εύκολα γίνεται αντιληπτό ότι οι πολιτικές απαιτήσεις για την πορεία της ενοποίησης δεν θα μπορούσαν να ήταν άλλες από εκείνες που θα καταστήσουν την Ευρώπη συγκεκριμένο γεωπολιτικό αντικείμενο, πεδίο άσκησης περιορισμένης μεν, αλλά με ακρίβεια οριοθετημένης πολιτικής ευθύνης. Δεν είναι τυχαίο ότι κατά την εξαετία που μεσολάβησε μεταξύ της θέσης σε ισχύ της Συνθήκης του Μάαστριχτ και της έναρξης της ισχύος της Συνθήκης του Άμστερνταμ (1993-1999), πάντοτε διεκδικούσαν τα πρωτεία της επικαιρότητας ο επιστημονικός λόγος και οι πολιτικοί προβληματισμοί με αντικείμενο την εξεύρεση των ενδεδειγμένων μέσων για την προαγωγή της αίσθησης του πολίτη ότι «ανήκει» και στην ευρωπαϊκή ένωση - ας θυμηθούμε εδώ, ότι αυτόν ακριβώς το στόχο επεδίωκαν δυο κοινοτικά «πολιτικά» όργανα -η Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο- όταν κατά τη διακυβερνητική διάσκεψη του 1990-1991 πρότειναν και «μαχητικά» υπερασπίζονταν την εγκαθίδρυση του -όπως στην πράξη αποδείχτηκε- πολιτειακά ανώδυνου και κοινωνικά αδιάφορου θεσμού της Ευρωπαϊκής Ιθαγένειας. Επίσης, δεν είναι τυχαίο ότι κατά την ίδια περίοδο αναθερμάνθηκαν οι ιδεολογικές αντιπαραθέσεις για τη σκοπιμότητα της ανάπτυξης, στους κόλπους της κοινωνίας των πολιτών, ενός -κατά τον Habermas- νέου «συνταγματικού πατριωτισμού», με άλλα λόγια για τη σκοπιμότητα της ενεργοποίησης μιας εθνικής και υπερεθνικής συνταγματικής διαδικασίας, που θα επιτρέψει τη συγκατοίκηση των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους ευρωπαϊκών πολιτισμών, καθώς και μια αληθινή επικοινωνία με ό,τι ο ίδιος γερμανός φιλόσοφος αποκαλεί «προνομικά αγκυροβόλια» της ιθαγένειας. (...)
[Απόσπασμα από το κείμενο του προλόγου]