Η λογοτεχνία, λοιπόν, είναι ο κατεξοχήν τόπος για την προαγωγή της συνάντησης και της αμοιβαίας κατανόησης των ανθρώπων μέσω των προϊόντων τους, υλικών και πνευματικών. Πρόκειται για ένα από τα πιο δραστικά συστήματα επικοινωνίας των ανθρώπων. Οι άνθρωποι σχετίζονται με τα κείμενα με διάφορους τρόπους και σκοπούς: ως άτομα, ως κοινότητες, ως έθνη, ως αναγνώστες, ως συγγραφείς, ως δάσκαλοι. Μέσα από τη λογοτεχνία αναδύεται μια θεώρηση του ανθρώπου, όχι με ενιαία και μοναδική ταυτότητα, αλλά με ποικιλία φωνών, λόγων και εποχών. Τα κείμενα μπορούν να αναδείξουν ποικίλα ερμηνευτικά πεδία που δεν μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε κατά μονάς, αλλά συλλογικά και με τη μεσολάβηση πολλών ανθρώπων και γραφών. Κι εδώ βρίσκεται ο ρόλος του δασκάλου που δεν είναι παντογνώστης ούτε και μοναδικός κριτής της αξίας των κειμένων. Μπορεί, όμως, να γίνει καλός οδηγός - να γνωρίζει το δρόμο που οδηγεί στο νόημα και στην ερμηνεία.
Μια παλιότερη αντίληψη θεωρούσε πως η Λογοτεχνία δεν ήταν ακριβώς ένα μάθημα, γιατί δεν εξηγούσε τίποτα, απλώς `εμπλούτιζε το νου` των μαθητών. Υπό το φως όμως της `ερμηνευτικής στροφής` που συνέβη τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα έγινε αντιληπτό ότι η σημαντική προσφορά της λογοτεχνίας στην εκπαίδευση είναι η ερμηνευτική αφήγηση. Το αντικείμενο της ερμηνείας είναι η κατανόηση, όχι η εξήγηση· το εργαλείο της είναι η ανάλυση κειμένου. Η κατανόηση είναι αποτέλεσμα της οργάνωσης και ένταξης των κειμένων στην κατάλληλη συνάφεια κάθε φορά μ` έναν πειθαρχημένο τρόπο. Η κατανόηση, σε αντίθεση προς την εξήγηση, δε διεκδικεί την αποκλειστικότητα. Ούτε και η ερμηνεία ενός συγκεκριμένου κειμένου αποκλείει άλλες ερμηνείες. Οι αφηγήσεις και οι ερμηνείες τους διαπλέκονται με τα νοήματα και τα νοήματα είναι αναμφισβήτητα πολλαπλά: η πολυσημία είναι κανόνας. Η προσπάθεια ανάδυσης όλων των πιθανών ερμηνειών και οι επάλληλες αναγνώσεις των λογοτεχνικών κειμένων εγκαθιστούν την αφήγηση ως τρόπο σκέψης, ως δομή για την οργάνωση των γνώσεών μας και ως ευέλικτο όχημα της εκπαιδευτικής και μορφωτικής διαδικασίας. Η ερμηνευτική αφήγηση κινητοποιεί όλες τις συνιστώσες της νοητικής δραστηριότητας, μάθηση, μνήμη, ομιλία και φαντασία και θέτει ερωτήματα σχετικά με την κατασκευή και διαπραγμάτευση νοημάτων και την πρόσκτηση συμβολικών δεξιοτήτων. Χωρίς την προσπάθεια για ερμηνεία και απόδοση νοήματος, δε θα μπορούσε να υπάρξει ούτε γλώσσα, ούτε μύθος, ούτε τέχνη - ούτε και πολιτισμός. Γι` αυτό το κυριότερο στη διδασκαλία της λογοτεχνίας δεν είναι το πλήθος των κειμένων και η κάλυψη μιας διδακτέας ύλης, αλλά το βάθος, η σαφήνεια και ο έλεγχος στη χρήση της προτεινόμενης κάθε φορά ερμηνευτικής αφήγησης. Ο στόχος είναι να βελτιώσουμε την ικανότητα των νέων ανθρώπων να ερμηνεύουν κείμενα, να κρίνουν και να αναθεωρούν τις ερμηνείες που δίνουν, να σκέφτονται τι, πως και γιατί σκέφτονται έτσι: οι μαθητές με τον τρόπο αυτό προχωρούν αναστοχαστικά εξετάζοντας ταυτόχρονα τόσο τι λέει το κείμενο όσο τι σκέφτονται γι` αυτό. [...]