Ξαφνικά, γυρίζει ήρεμα και ικετευτικά προς το μέρος μου. «Βοήθα με να πεθάνω»! Με κοιτάζει στα μάτια. Παρατεταμένη σιωπή. Απομακρύνεται προς τη χαράδρα. «Μη μ` ακολουθήσεις»! Περπατάει χωρίς να γυρίσει να κοιτάξει και κουνάει το αριστερό του χέρι αποχαιρετώντας τα πουλιά και τα δέντρα. Κοντοστέκεται στο ρυάκι. Χαζεύει τη ροή του. Σκύβει και πίνει νερό. Βγάζει σιγά-σιγά τα ρούχα του και μένει γυμνός. Αφήνει τα παπούτσια του να τα πάρει το νερό. Μετά το πουκάμισο, το παντελόνι, τις κάλτσες. Τα παρατηρεί σαν παιδάκι, που βάζει στο νερό χάρτινα καραβάκια.
[Απόσπασμα από το κείμενο στο οπισθόφυλλο της έκδοσης]